5 Ιαν 2008

Σημειώσεις για την Iστορία του οικολογικού κινήματος του Α. Χατζηπαρασκευαϊδη




Μετά την καταστροφική αφαίμαξη των χρόνων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Δυτική Ευρώπη περνούν για 20 χρόνια από τα μέσα της δεκαετίας του ΄50, ως τα μέσα της δεκαετίας του ΄70- σε μια πρωτόγνωρη φάση οικονομικής ανάπτυξης.

Η μεταπολεμική περίοδος της επιβεβλημένης ηρεμίας και συναίνεσης στη Δυτική Ευρώπη και στις Η.Π.Α αμφισβητήθηκε ωστόσο από μια σειρά φοιτητικών και εργατικών εξεγέρσεων στην Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία και στις Η.Π.Α. Παρά την επίτευξη μιας γενικής ευημερίας και τους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, σημαντικό μέρος της νέας γενιάς (μικροαστικής καταγωγής και υψηλής μόρφωσης) δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με το καπιταλιστικό σύστημα, τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό (όπως εκδηλωνόταν εκείνα τα χρόνια στον «βρώμικο» πόλεμο των ΗΠΑ στο Βιετνάμ), τον τεχνοκρατικό ορθολογισμό, τη λατρεία της παραγωγικότητας τη γραφειοκρατία, την αλλοτρίωση, την καταπίεση των μειονοτήτων και συλλήβδην τον πυρήνα των αξιών των δυτικών κοινωνιών.

1. Η αμφισβήτηση της ανάπτυξης.
Το νεολαιίστικο κίνημα αμφισβήτησης παρουσιάστηκε στις ΗΠΑ σταπανεπιστήμια της Καλιφόρνια, πέρασε στις ανατολικές ακτές και στησυνέχεια στην Ευρώπη, οδηγώντας στην ανάφλεξη του Μάη του 1968. Η χρονολογική εξέλιξη του κινήματος, οι διαστάσεις του, η μορφή του, οβαθμός πολιτικοποίησης του και η βαρύτητα των επιπτώσεών του διαφέρουναπό χώρα σε χώρα (Berstein, 1997,226). Το φοιτητικό κίνημα στις ΗΠΑ, η ανάδυση της «Νέας Αριστεράς» (Buhle, 1996, 516-523), η εξέγερση του Μάη του ΄68 τοποθετούνται στις απαρχές της εμφάνισης των «νέων κοινωνικώνκινημάτων» (Σεφεριάδης, 2002,55 κ.ε). Tο ειρηνιστικό κίνημα, το αντιρατσιστικό κίνημα, το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το κίνημα αλληλεγγύης στον Τρίτο Κόσμο, το αντιπυρηνικό και το περιβαλλοντικό ακολούθησαν τις νεανικές εξεγέρσεις της δεκαετίας του '60.

2. Η ανάδυση του σύγχρονου οικολογικού κινήματος.
Ενώ θα ήταν διακινδυνευμένο να ορίσουμε συγκεκριμένα την εμφάνιση του σύγχρονου οικολογικού κινήματος, οι απαρχές του χρονολογούνται στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές του 1960. Από τα τέλη της δεκαετίαςτου '50 η επερχόμενη οικολογική κρίση, της οποίας τα σημάδια ήταν ήδη φανερά (καταστροφή βιότοπων, εξαφάνιση ειδών, ρύπανση, υπερπληθυσμός, κ.α) (Δρακάκη, 1999,283 κ.ε), έστρεψε σημαντική μερίδα επιστημόνων στην καταγγελία της ανάπτυξης και στην προειδοποίηση ότι ο πλανήτης συνολικά πρόκειται να αντιμετωπίσει κρίση βιωσιμότητας (Παπαιωάννου, 1999 , 12).

Η Rachel Carson, βιολόγος από τις ΗΠΑ, στο περίφημο βιβλίο της «Σιωπηλή Άνοιξη» (Carson, 1981), το οποίο επρόκειτο να ασκήσει μεγάληεπιρροή, περιέγραφε τις καταστροφές στο περιβάλλον από την χρήση εντομοκτόνων, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση μια οικολογικής συνείδησης (Καστοριάδης, 1993,97). Παράλληλα, ομάδες πίεσης, όπως η Λέσχη της Ρώμης (Club of Rome), αποτελούμενη από τεχνοκράτες και πολιτικούς,προειδοποίησε έγκαιρα (με την έκδοση της μελέτης «Τα όρια της ανάπτυξης», 1972) ότι η υλική ανάπτυξη έχει όρια, η δε υλική παραγωγή πρέπει να συγκρατηθεί, η διάρκεια ζωής των προϊόντων να αυξηθεί, να εξοικονομηθεί ενέργεια και να ανακυκλωθούν τα απόβλητα. Ορόσημο στην ιστορία του σύγχρονου περιβαλλοντικού κινήματος αποτελεί η ανακήρυξη στις ΗΠΑ της 22ας Απριλίου ως «Ημέρα της Γης» (1970), μεπρωτοβουλία της ομάδας «Περιβαλλοντική δράση», που σηματοδοτεί μια νέαστάση απέναντι στην ανάπτυξη και το περιβάλλον. Το σύγχρονο περιβαλλοντικό κίνημα προκύπτει ως προϊόν της ολοέναπιο ευρείας δημοσιοποίησης-και μέσω των ΜΜΕ- της κρισιμότητας τωνπεριβαλλοντικών προβλημάτων, της ανάπτυξης της οικολογικής επιστήμης, αλλά και του γενικότερου αμφισβητησιακού κοινωνικού πλαισίου, το οποίοδιαμορφωνόταν στα τέλη του ΄60. Οι οικολογικές ιδέες βρήκαν γόνιμο έδαφος σε ευρύτατα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα των δυτικών κοινωνιών,το περιβάλλον και η ποιότητα ζωής των οποίων είχε υποβαθμιστείδραματικά (Cotrgove,1980,333-351). Τα μέλη αυτών των κοινωνικών στρωμάτων ασπάζονται μετα-υλιστικές αξίες και αποτελούν ένα δεκτικό κοινό για διεκδικήσεις σε περιβαλλοντικά ζητήματα (Yearley, 2003,197). Αλληλοδραστικά, το περιβαλλοντικό κίνημα μπολιάζεται από το ευρύτερο και πολύμορφο κίνημα αμφισβήτησης, του οποίου αποτελεί μέρος(Σκαναβή, 2004,58). Από τις διαμαρτυρίες του αντιπολεμικού κινήματος ενάντια στη χρήση χημικών όπλων στον πόλεμο του Βιετνάμ, ως την απομυθοποίηση της κοινωνίας της αφθονίας, τον αναχωρητισμό του χιπισμού και τις αντιπυρηνικές πορείες, το ρεύμα της κοινωνικής αμφισβήτησης τροφοδοτεί ποικιλοτρόπως την ανάπτυξη του περιβαλλοντικού κινήματος,(Φλογαίτη,1998, 95-99 και Παπαδημητρίου, 1998, 36-40).

Τα ποικιλόμορφα κινήματα διαμαρτυρίας, αποκάλυψαν μια αυξανόμενη ευαισθησία απέναντι σε δευτερεύουσες δυσλειτουργίες της καπιταλιστικήςανάπτυξης και μια ετοιμότητα να αντιδράσουν σε αυτές (Habermas 1987,30), στρέφοντας με θεαματικό τρόπο την προσοχή της κοινωνίας σ' αυτές τις νέες περιοχές δυνητικής σύγκρουσης. Αμφισβητώντας το κυρίαρχο πρότυπο παραγωγής και κατανάλωσης, το διαμορφούμενο περιβαλλοντικό κίνημα υιοθέτησε ένα σύνολο νέων αξιών, τις οποίες μοιράζονταν με τα επιμέρους κοινωνικά κινήματα σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, όπως η μη βία, η διεθνής αλληλεγγύη με τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, η κριτική του υπερκαταναλωτισμού, η αμφισβήτηση της μονοδιάστατης οικονομικής ανάπτυξης, η κριτική της «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» (Touraine, 1974, 89),το πρόταγμα της αυτονομίας της κοινωνίας (Καστοριάδης, 1981, 32), το όραμα μιας αντι-κοινωνίας, η «επιθυμία για ζωή» (Kohn Bendit, 1989, 11).

Το περιβαλλοντικό κίνημα ευνοήθηκε από το «πρασίνισμα» άλλων κινημάτων αλλά και από την ανάπτυξη του αντιπυρηνικού κινήματος. Η αντιπυρηνική συμμαχία έφερε σε επαφή ετερόκλητα στοιχεία (ντόπιους κατοίκους, οικολόγους, αντιμιλιταριστές, φυσιολάτρες κ.α) (Rudig, 1986,378-380), τα οποία εναντιώνονταν στην εφαρμογή προγραμμάτων πυρηνικής ενέργειας από τις δυτικές κυβερνήσεις, μετά την κατακόρυφη αύξηση τηςτιμής του πετρελαίου στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 (Lowe και Flynn,1989, 273).

Η εμπειρία ενός τμήματος του πληθυσμού σε οικολογικέςδιαμαρτυρίες ενθάρρυνε την υιοθέτηση ενός «πράσινου» πολιτικού πλαισίου και τροφοδότησε άμεσα την ανάπτυξη Πράσινων κομμάτων.


3. Από τον ακτιβισμό στην πολιτική.

Στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 και στις αρχές του ΄70 ταπεριβαλλοντικά ζητήματα ιεραρχήθηκαν ψηλά στις δημόσιες προτεραιότητες, ωστόσο οι κυβερνήσεις και τα παραδοσιακά κόμματα των μεταβιομηχανικώνδυτικών κοινωνιών αρνήθηκαν να ενσωματώσουν την περιβαλλοντική διάσταση στην πολιτική και στο πρόγραμμά τους. Παράλληλα, η αμφισβήτηση της παραδοσιακής θεσμικής πολιτικής εκ μέρους των νέων κοινωνικών κινημάτων, του περιβαλλοντικού συμπεριλαμβανομένου, είχε ως αποτέλεσμα την ορμητική είσοδο στην πολιτική σκηνή ενός εναλλακτικού πολιτικού κινήματος, το οποίο εμφορείτο από ριζοσπαστικά ιδανικά και πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς και έθετε επιτακτικά το αίτημα του κοινωνικού μετασχηματισμού σε οικολογική κατεύθυνση (Benton, 1993, 165).

Τα πρώτα πράσινα κόμματα ιδρύονται στη Νέα Ζηλανδία [1972, ValuesParty (Κόμμα αξιών)], στη Μ. Βρετανία [1973, The People ( Ο λαός)], το οποίο μετονομάστηκε σε Green Party το 1985. Πέντε χρόνια νωρίτερα ιδρύεται στη Γερμανία το κόμμα των Πράσινων (Die Grunen) (Spretnak,1986, 259-295) και το 1983 εισέρχεται στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο. Υπό την στέγη των Γερμανών Πράσινων συναντήθηκαν πρώην ριζοσπάστες φοιτητές του ΄60, στοιχεία της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, τοπικές πρωτοβουλίες πολιτών και νέα κοινωνικά κινήματα, ενσωματώνοντας φιλελεύθερα ακόμα και συντηρητικά στοιχεία. (Φωτόπουλος, 1998 και Boggs1993, 127).

Οι Γερμανοί Πράσινοι στο πολιτικό τους πρόγραμμα συνέδεσαν την οικολογική ανάπτυξη με ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, δικαιωμάτων των γυναικών, περιφερειακής και τοπικής αυτονομίας, ειρήνης και ριζοσπαστικής δημοκρατίας (Biehl, 1993,177-196 και Saward,1995,439). Ωστόσο, η μετάβαση από το κίνημα στο κόμμα δεν υπήρξε ανέφελη. Στο εσωτερικό των Γερμανών Πρασίνων, αλλά και στους κόλπους άλλων πράσινων ευρωπαϊκών κομμάτων, αναδείχτηκαν και αντιπαρατέθηκαν σκληρά δύο ιδεολογικές τάσεις/ρεύματα: οι ρεαλιστές (realos) και οιριζοσπάστες/φονταμενταλιστές (fundis) (Ditfurth, 1992, 313-352 καιUrwin, 1990, 152-157).

Η ιδεολογική και οργανωτική αντιπαράθεση εντός των πράσινων κομματικών σχηματισμών επικεντρώνεται στη σχέση κόμματος-κινήματος, στην πολιτική συμμαχιών, στην κομματική δομή (Hulsberg, 1998, 126), στις προγραμματικές αρχές (Samuel, 1985, Μοδινός, 1989 και Doherty, 1992,95-120), στη σχέση άμεσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (Richardson,1995, 33), στον κίνδυνο αφομοίωσης/καθεστωτοποίησης του κόμματος/κινήματος (Eder, 1996, 203-223).

Παρά τις αντιφάσεις και τα εσωτερικά τους προβλήματα, οι πράσινοικομματικοί σχηματισμοί λειτουργούν σε περισσότερες από 30 χώρες, έχουν καταγράψει αρκετές εκλογικές επιτυχίες, έχουν αναδειχθεί σε κυβερνητικούς εταίρους, ανανέωσαν το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα, έθεσαν και διατηρούν στην πολιτική ατζέντα τα περιβαλλοντικά ζητήματα,ενώ ιδιαίτερη απήχηση έχει και η δράση των περιβαλλοντικών μηκυβερνητικών οργανώσεων (Johnson,1996, 224-245).

Σε αντίθεση με την πολιτικοποίηση του ευρωπαϊκού περιβαλλοντικού κινήματος, στις Ηνωμένες Πολιτείες το περιβαλλοντικό κίνημα είναι κατάβάση μη πολιτικό (Hawkins, 1993,212-215), τα πράσινα κόμματα είναι στην ουσία ανύπαρκτα, ενώ δεν υφίσταται υπουργείο Περιβάλλοντος. Οι περιβαλλοντικές κινήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν την περιβαλλοντική κρίση ως πρόκληση για καλύτερη διαχείριση, δεν ασκούν κριτική στο υφιστάμενο κοινωνικό σύστημα και προτιμούν να λειτουργούνως ομάδες πίεσης μέσω -κυρίως-των παρεμβάσεων στο πλαίσιο του νομικού συστήματος (Miller, 1999, 415-419).

Στην Ανατολική Ευρώπη η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτούσοσιαλισμού έφερε στην επιφάνεια ένα περιβαλλοντικό κίνημα, το οποίο κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα οξυμμένα προβλήματα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και εκμετάλλευσης, ακολουθώντας την πορεία εξέλιξης των αντίστοιχων δυτικοευρωπαϊκών κινημάτων: η δημιουργία πράσινων κομμάτωνστις χώρες αυτές έδωσε σύντομα τη θέση της σε μεταρρυθμιστικά/συμβατικάκόμματα (Rootes,2000, 335-342).

Στις χώρες του Τρίτου Κόσμου το ενδιαφέρον για το περιβάλλον επισκιάζεται από την φτώχεια, τις ασθένειες, τον υπερπληθυσμό, τις τραγικές ελλείψεις στους τομείς της εκπαίδευσης και της υγείας. Ωστόσο,τα τελευταία χρόνια το περιβαλλοντικό κίνημα ισχυροποιείται στο Νότο,μαχόμενο την περιβαλλοντική υποβάθμιση, την αποδάσωση, την εξαφάνιση των ειδών και την συρρίκνωση των τοπικών πολιτισμών. (Yearly, 1997,163-166).

4. Το ελληνικό οικολογικό κίνημα.
Στην Ελλάδα το περιβαλλοντικό κίνημα έχει ισχνή παρουσία τόσο σε κοινωνικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο πολιτικής εκπροσώπησης. Σε αντίθεση με τα ανεπτυγμένα βιομηχανικά κράτη (Γερμανία, Μ. Βρετανία,Γαλλία, Βέλγιο, Σουηδία, Ολλανδία), όπου ευδοκίμησαν πράσινα κινήματακαι κόμματα ως κριτικά διακείμενα στο βιομηχανικό πολιτισμό, σε χώρεςτης ημι-περιφέρειας, όπως η Ελλάδα, το ομόλογο κίνημα δεν αναπτύχθηκε ως διακριτό και αυτόνομο πολιτικό ρεύμα και ο βαθμός διείσδυσής του στοκοινωνικό σώμα παρέμεινε χαμηλός. Ο Ν. Μουζέλης (1999) υποστηρίζει ότι το περιβαλλοντικό κίνημα στη χώρα μας φυτοζωεί και παίζει μάλλον περιθωριακό ρόλο στην εκσυγχρονιστική διαδικασία , λόγω του ότι η αδύνατη κοινωνία των πολιτών δεν ευνοεί την μαζική ανάπτυξη νέων κοινωνικών κινημάτων. Η περιβαλλοντική προβληματική εισήχθη με μεγάλη καθυστέρηση στο δημόσιο διάλογο στη χώρα μας (Λουλούδης, 1986,7), λόγω ειδικών ιστορικών συνθηκών: η επιβολή της δικτατορίας (1967-1974) έθεσε σε πρώτη προτεραιότητα τον αντιδικτατορικό αγώνα, ενώ το κυρίαρχο αίτημα της μεταπολίτευσης υπήρξε η σταθεροποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, με αποτέλεσμα το περιβαλλοντικό ζήτημα να παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα στο περιθώριο του ενδιαφέροντος της ελληνικής κοινωνίας. Ο Η.Κατσούλης (1985) εντοπίζει ως κύριο αίτιο της καχεκτικής ανάπτυξης του ελληνικού περιβαλλοντικού κινήματος το μεταπρατικό χαρακτήρα των μεσαίων στρωμάτων και την αδυναμία τους να αναπτύξουν μετα-υλιστικές αξίες, όπως συνέβη στην Δυτική Ευρώπη, όπου αποτέλεσαν την κύρια δεξαμενή άντλησης υποστήριξης των πράσινων κομμάτων /κινημάτων. Είναι επίσης κοινά αποδεκτό ότι η περιβαλλοντική κρίση στην Ελλάδα δεν υπήρξε έντονη, ενώ εξέλιπαν οι λόγοι άμεσης κινητοποίησης, εξαιτίας έκτακτων περιστατικών (π.χ εκδήλωση βιομηχανικού ατυχήματος μεγάλης κλίμακας, λειτουργία πυρηνικού εργοστασίου).

Το ελληνικό περιβαλλοντικό κίνημα ξεκινά την δεκαετία του ΄70 τιςπαρεμβάσεις του σε τοπική /περιφερειακή κλίμακα , δίνοντας έμφαση στηνκαταγγελία, διαπνεόμενο από πνεύμα περιβαλλοντισμού και όχι πολιτικής οικολογίας (Δεμερτζής, 1993).Η κινητοποίηση των πολιτών ενάντια στην κατασκευή αεροδρομίου στα Μέγαρα (1973) θεωρείται ως η πρώτη οικολογική κινητοποίηση στη χώρα μας. Ακολούθησε η κινητοποίηση των κατοίκων της Πύλου (1975), λόγω της εκτεταμένης διαρροής πετρελαίου από διερχόμενο πλοίο και της Καρύστου (1977-79), ενάντια στην εγκατάσταση πυρηνικού εργοστασίου. Σύμφωνα με τον Γ. Σχίζα, το ελληνικό περιβαλλοντικό κίνημα την περίοδο 1974-1981 δίνει προτεραιότητα στα ζητήματα της βιομηχανίας, ενώ την περίοδο 1981-89 διευρύνεται η οικολογική δράση και αναδεικνύονται υπερτοπικά ζητήματα (πυρηνική ενέργεια, όξινη βροχή, τροπικά δάση κ.α) (Σχίζας, 1993). Τη δεκαετία του ΄80 το ελληνικό περιβαλλοντικό κίνημα πολιτικοποιείται, χωρίς ωστόσο να συγκροτείται επιτυχώς ο χώρος της πολιτικής οικολογίας. Η συγκρότηση του κόμματος των Οικολόγων-Εναλλακτικών και η είσοδός του στο κοινοβούλιο το 1989, συγκεντρώνοντας ποσοστό 0,58%δεν είχε συνέχεια. Διαλύθηκε τρία χρόνια αργότερα, αφήνοντας, ωστόσο, το ανανεωτικό στίγμα του στην ελληνική πολιτική σκηνή.(Σακιώτης, 2005). Έπεται, το 1997, προσπάθεια ανασύνταξης του χώρου της πολιτικής οικολογίας με την ίδρυση της Πράσινης Πολιτικής, η οποία δεν τελεσφόρησε. Από το 1998 επιχειρείται η σύγκλιση του «κόκκινου» με το «πράσινο», μέσω της συνεργασίας οικολογικών στελεχών με δυνάμεις-κυρίως- της ανανεωτικής αριστεράς τόσο στις δημοτικές/νομαρχιακές, όσο και στις εθνικές εκλογές, ενώ διακεκριμένα στελέχη του οικολογικού χώρου καταλαμβάνουν κρατικές θέσεις (Μπίτσικα, 2000 καιΔωροβίνης, 2002). Κατά κοινή διαπίστωση, το ελληνικό περιβαλλοντικό κίνημα, που έκανε δυναμική εμφάνιση τη δεκαετία του ΄80, διέρχεται σήμερα μια κρίση προσανατολισμού.

Οι απόπειρες συγκρότησης κινήματος πολιτικής οικολογίας στη χώρα μας απέτυχαν. Τα στελέχη του οικολογικού χώρου διασκορπίστηκαν και επαγγελματοποιήθηκαν (Παπασπηλιόπουλος, 2002). Ωστόσο είναι βέβαιο ότι η πορεία του περιβαλλοντικού κινήματος στη χώραμας συντέλεσε στην αφύπνιση της κοινής γνώμης, όσον αφορά σε περιβαλλοντικά ζητήματα, ενώ τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα έχουνσυμπεριλάβει-έστω και θεωρητικά- στα προγράμματα τους την οικολογική συνιστώσα (Σπανού,2004,160). Παρά το γεγονός ότι το ελληνικό περιβαλλοντικό κίνημα παρέμεινε άμορφο και ισχνό και δεν απέκτησε ισχυρή κοινωνική βάση, κατάφερε να αναδείξει με επιτυχία τα οικολογικά ζητήματα, να κερδίσει αναπάντεχα μάχες (π.χ η αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος) και να καθιερωθεί ως «συλλογικός διανοούμενος» (Μοδινός, 1996,184) συνεισφέροντας στο δημόσιο διάλογο, μέσω της ανάδειξης της οικολογικής συνιστώσας της ανάπτυξης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: